- σουδαρίῳ
- платкеплатком
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
σουδαρίῳ — σουδάριον sudarium neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ՎԱՐՇԱՄԱԿԱՊԱՏ — (ի, աց.) NBH 2 0797 Chronological Sequence: Early classical ա. Վարշամակաւ պատեալ, կամ շուրջանակի կապեալ. *Երեսօքն վարշամակապանօք. Յհ. ՟Ժ՟Ա. 44. յն. σουδαρίῳ περιεδέδεστο … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)